παραθετικός

παραθετικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παράθεση: Τα παραθετικά επίθετα δηλώνουν ιδιότητα ή ποιότητα σε κάποιον ανώτερο βαθμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραθετικός — ή, ό / παραθετικός, ή, όν, ΝΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράθεση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραθετικά οι παρά τον αρχικό τύπο τού θετικού βαθμού τύποι τού συγκριτικού και τού υπερθετικού βαθμού τών επιθέτων ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”